- εμός
- -ή, -ό (AM ἐμός, -ή, -όν)- (κτητ. αντων. α' προσ.) δικός μου (α. «τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα», Ιλ.β. «ἐμὸς ὁ Πλάτων»)αρχ.(με ουσ.)1. (με γεν.) επιτείνεται η έννοια τής κτήσης («πατρός τε μέγα κλέος ἠδ' ἐμὸν αὐτοῡ», Ιλ.)2. ευνοϊκός για μένα3. αυτός που με αφορά («ἐμήν... λυγρὴν ἀγγελίην», Ιλ.)4. (χωρίς ουσ.) δικός μου («οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον» — ο λόγος μου, Ιλ.)5. α) οἱ ἐμοίοι δικοί μου, οι συγγενείς μουβ) ἡ ἐμή (γη)i) η πατρίδα μουii) η γνώμηγ) τὰ ἐμάη περιουσία μουδ) «τὸ γ' ἐμόν»ὅσον αφορά σε μέναε) ἐμόν (ἐστι)είναι δικό μου έργο.
Dictionary of Greek. 2013.